κακοπραγία — κακοπρᾱγίᾱ , κακοπραγία misadventure fem nom/voc/acc dual κακοπρᾱγίᾱ , κακοπραγία misadventure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπραγίᾳ — κακοπρᾱγίαι , κακοπραγία misadventure fem nom/voc pl κακοπρᾱγίᾱͅ , κακοπραγία misadventure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπραγίαι — κακοπρᾱγίαι , κακοπραγία misadventure fem nom/voc pl κακοπρᾱγίᾱͅ , κακοπραγία misadventure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπραγίας — κακοπρᾱγίᾱς , κακοπραγία misadventure fem acc pl κακοπρᾱγίᾱς , κακοπραγία misadventure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοπραξία — κακοπραξία, ἡ (AM) κακοπραγία*, κακή πράξη, κακούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, πρωτο πραξία] … Dictionary of Greek
ότλημα — ὄτλημα, τὸ (Α) [οτλέω] δυστυχία, κακοπάθημα, κακοπραγία, συμφορά … Dictionary of Greek
ԹՇՈՒԱՌԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0816 Chronological Sequence: Unknown date, 6c Տ. ԹՇՈՒԱՌՈՒԹԻՒՆ. ἁτυχία infelicitas κακοπραγία miseria, calamitas *Բազում իսկ ծանեար զինէն թշուառականութիւն. բայց տո՛ւր ինձ պատասխանի. Պղատ. սոկր.: *Վախճան մեծի թշուառականութեան՝ մահ է. Փիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽԱՐԴԱԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0930 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ἕνεδρος, ἑπιβουλή insidiae κακία , κακοπραγία maleficentia ἑπιτήδευμα, παραδιατριβή, ῤαδιούργημα , στραγγαλία, σπίλας, μεθοδεία dolus, versutia եւն. Նենգութիւն. դաւաճանութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԱՏԱԲԱԽՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0786 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 14c գ. κακοδαιμονεία infelicitas κακοπραγία, δυσπραγία sors dura, res adversae. Չարաբախտութիւն. թշուառութիւն. հիքութիւն. արկածք. խեղճութիւն, դժբախտութիւն, փորձանք. *Եհաս վատաբախտութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)